ξενοκίνητος

ξενοκίνητος
-η, -ο
ο υποκεινούμενος ή υποστηριζόμενος από ξένες δυνάμεις.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξενοκίνητος — η, ο αυτός που υποκινείται από ξένα κέντρα αποφάσεων, από υπηρεσίες, ομάδες ή άτομα άλλου κράτους («ξενοκίνητη δικτατορία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + κινώ] …   Dictionary of Greek

  • ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”